- έποψη
- η1. η θέα από κάποιο σημείο, η άποψη.2. μτφ., η πλευρά από την οποία εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έποψη — η (AM ἔποψις) η άποψη, η θέα που έχει κανείς από κάποια απόσταση («ἀνώμαλον τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν», Θουκ.) νεοελλ. η πλευρά από την οποία φαίνεται ή εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται κάτι αρχ.… … Dictionary of Greek
ἐπόψῃ — ἐπόψηι , ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐποράω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψηι — ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐπόψῃ , ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐπόψῃ , ἐποράω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποψία — ἐποψία, ἡ (Α) η έποψη … Dictionary of Greek
επόψιμος — ἐπόψιμος, ον (Α) [έποψη] εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.) … Dictionary of Greek
επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) … Dictionary of Greek